- αναζωπύρωση
- η (ΑΜ ἀναζωπύρωσις καί -ησις) [ἀναζωπυρῶ]αναζωογόνηση, ανάκτηση δυνάμεων, τόνωση, ξαναζωντάνεμα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ανάξεση — η 1. το εκ νέου ξύσιμο 2. αναζωπύρωση, αναμόχλευση, ανακίνηση. [ΕΤΥΜΟΛ. < αναξέω. Η λ. μαρτυρείται από το 1894 στην εφημερίδα Ακρόπολις] … Dictionary of Greek
ανέξαψη — κ. ις, η η εκ νέου έξαψη, η αναζωπύρωση … Dictionary of Greek
αναδωμός — ο [αναδώνω] 1. επιστροφή πράγματος σ’ εκείνον από τον οποίο τό πήρε κάποιος, επανάδοση, ξαναδόσιμο 2. (για φυτά) αναζωογόνηση, ευδοκίμηση 3. (για φωτιά) αναζωπύρωση, ξαναφούντωμα 4. ανάκτηση τών σωματικών δυνάμεων, ανάρρωση 5. ανάδοση υγρασίας… … Dictionary of Greek
αναζωπυρώνω — (Α ἀναζωπυρέω, Μ ἀναζωπυρόω) κάνω κάτι να ξαναγεννηθεί, ανανεώνω, τονώνω ή ξανανάβω, φουντώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. Το αρχ. ἀναζωπυρῶ ( έω) < ἀνα * + ζωπυρῶ ( έω). Με μεταπλασμό προήλθε από το ἀναζωπυρέω ενεστ. τ. ἀναζωπυρόω, από όπου το νεώτ. αναζωπυρώνω … Dictionary of Greek
αναζωπύρησις — ἀναζωπύρησις ( εως), η (ΑΜ) [ἀναζωπυρῶ ( έω)] βλ. αναζωπύρωση … Dictionary of Greek
αναμόχλευση — η (Μ ἀναμόχλευσις) [ἀναμοχλεύω] 1. νεοελλ. μετακίνηση αντικειμένου με μοχλό, ανασήκωμα, μετατόπιση 2. ανακίνηση λησμονημένου ζητήματος, έξαψη, αναζωπύρωση μσν. διατάραξη, ανατροπή … Dictionary of Greek
αναπύρωση — η αναζωπύρωση, νέο άναμμα … Dictionary of Greek
αναρχία — Με τον όρο α. ή αναρχισμός εννοείται ένα σύνολο θεωριών, θέσεων, απόψεων, πρακτικών κλπ., που έχουν ως κοινό τους χαρακτηριστικό την πεποίθηση πως κάθε πολιτική εξουσία (κράτος, κυβέρνηση και νόμοι) είναι βλαβερή και περιττή (τόσο για το άτομο… … Dictionary of Greek
αφύπνιση — η [αφυπνίζω] έγερση από τον ύπνο, ξύπνημα 2. αναζωπύρωση αισθήματος, εκδήλωση ζωηρού ενδιαφέροντος για κάτι (αφύπνιση της παλιάς έχθρας) … Dictionary of Greek
δαύλισμα — το [δαυλίζω] 1. το να ρίχνει κανείς ξύλα στη φωτιά, η τροφοδότηση της φωτιάς με ξύλα 2. το συνδαύλισμα, η μετακίνηση των ξύλων για αναζωπύρωση της φωτιάς 3. ο δαυλίτης … Dictionary of Greek